Η εξωσωματική γονιμοποίηση (In Vitro Fertilization – IVF) είναι η θεραπεία υπογονιμότητας κατά την οποία τα ωάρια της γυναίκας γονιμοποιούνται έξω από το σώμα της, στο εργαστήριο, κάτω από ελεγχόμενες εργαστηριακές συνθήκες.
Για να γίνει αυτό, η γυναίκα υποβάλλεται σε φαρμακευτική αγωγή προκειμένου να διεγερθούν οι ωοθήκες της και να παράγουν πολλά ωάρια. Στη συνέχεια, την κατάλληλη χρονική στιγμή γίνεται η ωοληψία και ακολουθεί η γονιμοποίηση των ωαρίων με το δείγμα σπέρματος του άντρα στο εργαστήριο, από τους εμβρυολόγους. Ανάλογα με το διαθέσιμο δείγμα σπέρματος, ο εμβρυολόγος μπορεί να επιλέξει την τεχνική της μικρογονιμοποίησης του ωαρίου (ICSI), κατά την οποία ένα κινητικό φυσιολογικό μορφολογικά σπερματοζωάριο, ενίεται μέσα στο ωάριο. Τα γονιμοποιημένα ωάρια καλλιεργούνται σε κατάλληλα καλλιεργητικά μέσα και αναπτύσσονται σε έμβρυα. Μετά από 2-5 μέρες, τα έμβρυα μεταφέρονται πίσω στη μήτρα της γυναίκας (εμβρυομεταφορά) και 10-14 μέρες αργότερα ακολουθεί το τεστ κύησης για να διαπιστωθεί η εγκυμοσύνη.

Το παραπάνω αποτελεί την βασική αρχή της εξωσωματικής γονιμοποίησης, άλλα υπάρχουν αρκετά διαφορετικά πρωτοκόλλα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανάλογα με το ατομικό προφίλ της κάθε γυναίκας, στην προσπάθεια για τα μεγαλύτερα δυνατά ποσοστά επιτυχίας. Ο ρόλος του γυναικολόγου αναπαραγωγής είναι να επιλέξει το κατάλληλο πρωτόκολλο διέγερσης με τις σωστές δοσολογίες των φαρμάκων, να παρακολουθήσει την πορεία της διέγερσης προβαίνοντας σε αλλαγές των φαρμάκων και της δοσολογίας τους όπου χρειάζεται ανάλογα με την ανταπόκριση και να επιλέξει το κατάλληλο φάρμακο για την τελική ωρίμανση των ωοθυλακίων πριν την ωοληψία καθώς και τον κατάλληλο χρόνο που αυτό πρέπει να δοθεί.

Ο ιατρός θα συζητήσει μαζί σας όλες τις εναλλακτικές επιλογές των πρωτοκόλλων και θα αποφασιστεί η καταλληλότερη θεραπεία ανάλογα με τις προσωπικές σας ανάγκες, αφού κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Άλλες γυναίκες ανταποκρίνονται καλύτερα στο μακρύ πρωτόκολλο, άλλες στο βραχύ με ανταγωνιστή, άλλες χρειάζονται υψηλότερες δόσεις φαρμάκων και άλλες χαμηλότερες. Γυναίκες με μικρά ωοθηκικά αποθέματα (πολύ χαμηλή ΑΜΗ ή υψηλή FSH)  ευνοούνται ιδιαιτέρως από την απόφαση για διενέργεια εξωσωματικής γονιμοποίησης σε φυσικό κύκλο (χωρίς φάρμακα) ή σε τροποποιημένο φυσικό κύκλο (με λίγα φάρμακα για 3-4 μέρες μόνο) στην προσπάθεια για συλλογή του καλύτερου δυνατού ποιοτικά κυρίαρχου ωοθυλακίου κάθε μήνα (natural / natural modified IVF). Σε κάποιες περιπτώσεις προτιμάται μια πιο ήπια διέγερση (mild IVF), ενώ πολλές φορές επιλέγεται η τακτική του «διαχωρισμού» της θεραπείας σε δυο φάσεις (segmented IVF).

Ο διαχωρισμός στην εξωσωματική γονιμοποίηση, είναι όταν η ωοληψία και η εμβρυομεταφορά, συμβαίνουν σε δυο διαφορετικούς κύκλους, γεγονός που δίνει την δυνατότητα στο σώμα να ανακάμψει μετά τον αρχικό κύκλο της διέγερσης των ωοθηκών. Μετά τη διέγερση, την ωοληψία και την δημιουργία των εμβρύων, αυτά δεν μεταφέρονται στην μήτρα, αλλά παγώνονται εκλεκτικά. Η κατάψυξη των εμβρύων είναι μια απόλυτα ασφαλής διαδικασία στα χέρια ενός έμπειρου εμβρυολόγου και δεν τα βλάπτει στο ελάχιστο. Συνέχεια όταν θα είστε έτοιμη για την εμβρυομεταφορά, αυτή συμβαίνει σε ένα φυσικό κύκλο χωρίς φάρμακα. Παρακολουθείστε στενά και δίνεται η κατάλληλη αγωγή ώστε το ενδομήτριο να είναι υποδεκτικό πριν την εμβρυομεταφορά.

Ποια είναι τα οφέλη του διαχωρισμού?

Εξάλειψη του κινδύνου για σύνδρομο υπερδιέγερσης ωοθηκών (OHSS): Είναι μια κατάσταση ιατρογενώς προκαλούμενη εξαιτίας της υπερδιέγερσης των ωοθηκών σε κάποιες περιπτώσεις, που μπορεί να είναι δυσάρεστη και δυνητικά επικίνδυνη για την γυναίκα. Οφείλεται στην χορική γοναδοτροπίνη που αποτελεί την τελική ένεση για την ωρίμανση των ωοθυλακίων στα συμβατικά πρωτόκολλα εξωσωματικής. Σε περίπτωση απόφασης για επιλεκτική κατάψυξη των εμβρύων (freeze all), η τελική ωρίμανση των ωοθυλακίων μπορεί να γίνει με κάποιο άλλο φάρμακο (αγωνιστής GnRH) εξαλείφοντας τους κινδύνους από το OHSS.

Αυξημένες πιθανότητες εμφύτευσης του εμβρύου: Μετά από μια ωοθηκική διέγερση έχει βρεθεί ότι το ενδομήτριο περιβάλλον μπορεί να μην είναι το ιδανικό για την εμφύτευση του εμβρύου. Τα υψηλά επίπεδα οιστρογόνων στο αίμα, άλλοι ανοσολογικοί παράγοντες, μεταβολές στην ροή του αίματος κτλ, μπορεί να επηρεάσουν δυσμενώς την δυνατότητα του εμβρύου να εμφυτευτεί. Αντίθετα εάν η εμβρυομεταφορά συμβεί σε ένα επόμενο φυσικό κύκλο, το περιβάλλον την μήτρας είναι πιο ευνοϊκό.

Η γνώση του ιατρού μέσα από την σωστή επιστημονική κατάρτιση με τα τελευταία δεδομένα στο χώρο της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής  και κυρίως η προσωπική του εμπειρία μέσα από το χειρισμό χιλιάδων κύκλων εξωσωματικής γονιμοποίησης, αποτελούν εγγύηση για τις συμβουλές που θα σας δοθούν, την κατάλληλη επιλογή του  πρωτοκόλλου, την σωστή παρακολούθηση της ανταπόκρισης σας, την άρτια  διενέργεια των επεμβατικών πράξεων (ωοληψία και εμβρυομεταφορά) και την ελαχιστοποίηση τυχών ανεπιθύμητων παρενεργειών, ώστε να μεγιστοποιηθούν οι πιθανότητες για ένα θετικό αποτέλεσμα!