Το τεστ Παπανικολάου είναι μια προληπτική εξέταση για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και πρέπει να γίνεται σε τακτική βάση από όλες τις γυναίκες, σύμφωνα με τις οδηγίες του γυναικολόγου. Εκτός από την ανίχνευση δυσπαλασιών σε αρχικά στάδια, ανιχνεύει και τυχόν λοιμώξεις του ουρογεννητικού συστήματος ακόμη και χωρίς την ύπαρξη συμπτωμάτων.
Για την διενέργεια του τεστ, το καλύτερο χρονικό διάστημα θεωρείται μεταξύ 8ης -12ης μέρας του κύκλου, μετρώντας από την πρώτη μέρα της περιόδου, αλλά μπορεί να γίνει και οποιαδήποτε μέρα του κύκλου εκτός περιόδου. Για να διασφαλιστούν τα πιο ακριβή αποτελέσματα πρέπει να αποφεύγεται η σεξουαλική επαφή, η χρήση ταμπόν, τα σπερματοκτόνα και οι ενδοκολπικές αλοιφές ή ενδοκολπικά υπόθετα για 48 ώρες πριν τη λήψη.
Η εξέταση είναι ανώδυνη και λαμβάνονται κύτταρα αποφολιδωμένα από τον τράχηλο και το κόλπο με σπάτουλα και βουρτσάκι. Λίγες γυναίκες αναφέρουν μία ελάχιστη ενόχληση κατά την λήψη, που διαρκεί δευτερόλεπτα. Είναι επίσης φυσιολογικό αν παρατηρηθεί μετά τη λήψη, κάποιες φορές σε λίγες γυναίκες, ελάχιστο αίμα, ροζ ή ανοιχτού κόκκινου χρώματος, το οποίο όμως θα σταματήσει άμεσα.
Τα δείγματα στρώνονται σε μικρά γυάλινα πλακάκια, μονιμοποιούνται και μετά από μια μικρή επεξεργασία, εξετάζονται σε δεύτερο χρόνο από κυτταρολόγους στο μικροσκόπιο (κλασσικό τεστ). Υπάρχει επίσης η δυνατότητα τα κύτταρα του δείγματος να τοποθετηθούν σε φιαλίδιο με μονιμοποιητικό υγρό και να ακολουθήσει αυτόματη διαδικασία επεξεργασίας τους με ειδικό μηχάνημα (Κυτταρολογία Υγρής Φάσης – thin prep).
Συχνό εύρημα του τεστ παπ ειναι η λοίμωξη απο HPV η οποία συνδέεται με δυσπλασίες του τραχήλου της μήτρας. Όταν συναντάται, χρειάζεται να γίνει κολποσκόπηση (και να παρθούν βιοψίες), καθώς και τυποποίηση των ιών και στενότερη παρακολούθηση.
Η κολποσκόπηση είναι μία ανώδυνη διαγνωστική εξέταση, κατά την οποία δίνεται η δυνατότητα στον γυναικολόγο να εξετάσει λεπτομερώς τον τράχηλο και τον κόλπο της γυναίκας, με τη βοήθεια του κολποσκοπίου. Το κολποσκόπιο αποτελείται ουσιαστικά από ένα σύστημα μεγεθυντικών φακών υψηλής ευκρίνειας. Στα πλαίσια της εξέτασης αυτής και εφόσον αναγνωριστούν παθολογικές περιοχές, λαμβάνονται βιοψίες, οι οποίες αποστέλλονται προς ιστολογική εξέταση και κατόπιν προγραμματισμός της πιθανά απαιτούμενης αντιμετώπισης.